ἀτράχηλος

ἀτράχηλος
ἀτράχηλος [ρᾰ], ον,
A without neck, of the crab, AP6.196 (Stat. Flacc.).
II short-necked, bull-necked, Teles p.55 H., Gal.5.383.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀτράχηλος — without neck masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατράχηλος — η, ο (Α ἀτράχηλος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τράχηλο 2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο …   Dictionary of Greek

  • ἀτράχηλον — ἀτράχηλος without neck masc/fem acc sg ἀτράχηλος without neck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτραχήλους — ἀτράχηλος without neck masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτραχήλῳ — ἀτράχηλος without neck masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτράχηλοι — ἀτράχηλος without neck masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ἀτραχήλωι — ἀτραχήλῳ , ἀτράχηλος without neck masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”